- πωλητός
- -ή, -όν, δωρ. τ. θηλ. και -ά, Α [πωλῶ]αυτός που πωλείται έναντι χρημάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πωλητή — πωλητός for sale fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητῶν — πωλητής seller masc gen pl πωλητός for sale fem gen pl πωλητός for sale masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητικός — ή, όν, Α [πωλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πώληση 2. αυτός που προσφέρει κάτι για πώληση 3. φρ. «τὸ τῆς... ἀρετῆς πωλητικόν» το επάγγελμα τού να πουλάει κανείς την αρετή. επίρρ... πωλητικῶς Α με πωλητικό τρόπο … Dictionary of Greek
πωληταῖς — πωλητής seller masc dat pl πωλητός for sale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωληταί — πωλητής seller masc nom/voc pl πωλητός for sale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητάς — πωλητά̱ς , πωλητής seller masc acc pl πωλητά̱ς , πωλητής seller masc nom sg (epic doric aeolic) πωλητά̱ς , πωλητός for sale fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πωλητήν — πωλητής seller masc acc sg (attic epic ionic) πωλητός for sale fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)